- υποβολή
- (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η χαμηλόφωνη υπαγόρευση του κειμένου στους ηθοποιούς από τον υποβολέα. Στην ψυχολογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια ιδέα ή μια ενέργεια επιβάλλεται στη συνείδηση κάποιου ατόμου που την εκτελεί πειθήνια, συνήθως σε κατάσταση ύπνωσης. Η υ. χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις από τους ψυχιάτρους ως θεραπευτικό μέσο.
αυθυποβολή. Παράλληλα προς την υ. υπάρχει και η αυθυποβολή, που είναι προϊόν επίδρασης μιας έμμονης ιδέας στη συμπεριφορά κάποιου ανθρώπου. Ορισμένα άτομα, ευαίσθητα και με νοσηρή συνήθως φαντασία, αυθυποβάλλονται. Πιστεύουν π.χ. πως είναι άρρωστα, ενώ είναι υγιέστατα (Ο κατά φαντασίαν ασθενής στην ομότιτλη κωμωδία του Μολιέρου). Άλλα άτομα ζουν με το φόβο πως θα τους συμβεί κάτι αναπόφευκτο, ουσιαστικά όμως ανύπαρκτο. Αυθυποβολή συναντούμε συχνά σε άτομα που υποφέρουν από κρίσεις υστερίας, καθώς και στους θρησκόληπτους.
* * *η / ὑποβολή, ΝΜΑ [ὑποβάλλω]1. πλαστότητα, εικονικότητα, υποκατάσταση πραγματικού αντικειμένου με πλασματικό (α. «υποβολή ονόματος» — η μνεία, σε συναλλαγματική, ανύπαρκτου προσώπου αντί τού εκδότη, τού πληρωτή ή τού κομιστήβ. «υποβολή ιδιότητας» — η πλαστή απόδοση ιδιότητας, λ.χ. εμπόρου, σε συναλλασσόμενο πρόσωπογ. «ὑποβολὴ κλειδῶν» — αντικατάσταση κλειδιών με άλλα, ψεύτικα, με αντικλείδια, Πλούτ.)2. εισήγηση, υπόμνηση, συμβουλή (α. «όσα είπε ο μάρτυρας είναι αποτέλεσμα υποβολής» β. «ἐξ ὑποβολῆς διιέναι τὸν ὅρκον», Πολέμ.)3. φρ. α) «υποβολή τέκνου» και «ὑποβολὴ τέκνων»(νομ.) λαθραία υποκατάσταση ξένου, νόθου, τέκνου στη θέση τού γνήσιουβ) «υποβολής γραφή»(αττ. δίκ.) αγωγή για αδίκημα που συνίστατο στην με εξαπάτηση εγγραφή στους καταλόγους τών Αθηναίων πολιτών τέκνου που δεν είχε γεννηθεί από νόμιμο γάμο, από πατέρα και μητέρα γνήσιας αθηναϊκής καταγωγήςνεοελλ.1. επηρεασμός, ενεργητικός ή παθητικός, τής σκέψης ή τού ψυχισμού κάποιου2. έμπνευση ή έντεχνη υπαγόρευση και επιβολή σε κάποιον μιας ιδέας ή μιας πράξης3. (ιατρ.-ψυχολ.) ψυχολογική τεχνική και διεργασία με την οποία μπορεί να επηρεαστεί μια συναισθηματική κατάσταση ή ένας τρόπος συμπεριφοράς ενός ατόμου, καθώς και το αποτέλεσμά της4. το να θέτει κανείς κάτι υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α. «υποβολή πρότασης» β. «υποβολή δικαιολογητικών» γ. «υποβολή υποψηφιότητας»)5. φρ. «καθ' υποβολήν» — με ξένη εισήγηση ή υπόδειξη ή έμπνευσημσν.1. στρατήγημα, εξαπάτηση2. σημασία, έννοιααρχ.1. το να θέτει κανείς κάτι κάτω από κάτι άλλο («νῡν δὲ τὴν τῶν στρωμάτων σύνθεσιν οὐ περιβολῇ χωρίζουσι καὶ ὑποβολῇ», Πλάτ.)2. (κυριολ. και μτφ.) βάση, θεμέλιο (α. «ὑποβολὰς κατατίθεσθαι», Πλούτ.β. «ὑποβολὴ τοῡ σωφρονεῑν ἡ ἐγκράτεια», Μουσών.)3. υπόθεση, αντικείμενο, θέμα ρητορικού λόγου («ἔχειν ἀποχρῶσαν λόγων ὑποβολήν», Λουκιαν.)4. φρ. α) «ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή» — η κρυφή θέση εκείνων που ενεδρεύουν, ενέδρα (Πολ.)β) «ὑποβολὴ προσώπου»(ρητ.) η χρησιμοποίηση από ρήτορα άλλου προσώπου, ιδίως τρίτου, κατά την αγόρευσή του για να μετριάσει την ένταση τού λόγου (Ρητ.)γ) «φυσικὴ ὑποβολὴ τῇ ψυχῇ πρός τι» — φυσική ικανότητα, δεξιότητα για κάτι (Στοβ.)δ) «ἐξ ὑποβολῆς»i) με διακοπή (Σχόλ. Ιλ.)ii) (ρητ.) με υπαγόρευση από έξω (Ρήτ.)ε) «ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῑσθαι τὰ Ὁμήρου» — το να απαγγέλλει κανείς κάτι για δεδομένη υπόθεση ή το να αρχίζει κανείς την απαγγελία από το σημείο που σταμάτησε ο προηγούμενος ραψωδός (Διογ. Λαέρ.)στ) «ἐξ ὑποβολῆς ἐγχρίσεις»(σχετικά με τα βλέφαρα) επάλειψη από κάτω, από μέσα (Άντυλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβάλλω. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suggestion].
Dictionary of Greek. 2013.